συγκολλώ

συγκολλώ
συγκολλῶ, -άω, ΝΑ, και αττ. τ. ξυγκολλῶ Α [κολλῶ]
συνδέω με κόλλα ή με άλλη συνδετική ύλη, όπως λ.χ. τηγμένο μέταλλο, δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή δύο ή περισσότερα τμήματα ενός αντικειμένου μεταξύ τους
αρχ.
1. μτφ. συνθέτω («ἀντωμοσίας καὶ προσκλήσεις καὶ μαρτυρίας ξυνεκόλλων», Αριστοφ.)
2. παθ. συγκολλῶμαι, -άομαι
α) (για πληγή) επουλώνομαι
β) μτφ. συνδέομαι φιλικά με κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συγκολλώ — συγκολλώ, συγκόλλησα βλ. πίν. 60 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συγκολλώ — συγκόλλησα, συγκολλήθηκα, συγκολλημένος, συνδέω δύο πράγματα με κόλλα ή με άλλο τρόπο: Ο οξυγονοκολλητής συγκόλλησε τα δύο μέταλλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγκολλῶ — συγκολλάω glue pres imperat mp 2nd sg συγκολλάω glue pres subj act 1st sg (attic epic ionic) συγκολλάω glue pres ind act 1st sg (attic epic ionic) συγκολλάω glue pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) συγκολλάω glue pres ind act 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… …   Dictionary of Greek

  • συγκόλλημα — το /συγκόλλημα, ΝΑ [συγκολλῶ] το αποτέλεσμα τού συγκολλώ, σύνδεση δύο ή περισσότερων αντικειμένων ή τμημάτων τού ίδιου αντικειμένου, συγκόλληση νεοελλ. (μεταλλ.) εύτηκτη τέφρα η οποία επικολλάται στη σχάρα τών εστιών ή σκωρία που σχηματίζεται… …   Dictionary of Greek

  • συγκόλληση — Η επανένωση δύο μεταλλικών τμημάτων και η πλήρης αποκατάσταση τους σε ένα ενιαίο κομμάτι. Γίνεται κυρίως με τη μέθοδο της φλόγας (οξυγονοκόλληση) και του βολταϊκού τόξου (ηλεκτροσυγκόλληση). Και οι δύο μέθοδοι στηρίζονται στην υψηλή θερμοκρασία.… …   Dictionary of Greek

  • ανακολλώ — ( άω) (Α ἀνακολλῶ) νεοελλ. κολλώ εκ νέου, ξανακολλώ αρχ. κολλώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο, επικολλώ ή συγκολλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κολλῶ. ΠΑΡ. ανακόλλημα, ανακόλληση( ις) νεοελλ. ανακολλητικός] …   Dictionary of Greek

  • αρμόζω — (AM ἁρμόζω, Α και ττω) 1. συνδυάζω, συνενώνω 2. είμαι κατάλληλος για κάτι 3. (μτχ.) ο αρμόζων (Α και ἁρμόττων) ο κατάλληλος 4. απρόσ. αρμόζει ταιριάζει, πρέπει αρχ. 1. συνενώνω, συγκολλώ 2. δένω σφιχτά 3. εφαρμόζω το δίκαιο 4. βάζω σε τάξη,… …   Dictionary of Greek

  • διακολλώ — διακολῶ ( άω) (Α) 1. συγκολλώ, συνενώνω με κόλλα 2. συντάσσω με τέχνη, συνταιριάζω με τέχνη …   Dictionary of Greek

  • εγκεντρίζω — (AM ἐγκεντρίζω) 1. (για φυτά) εμβολιάζω, μπολιάζω 2. κεντρίζω, ερεθίζω, παρακινώ 3. (για άλογα) κεντρίζω, σπιρουνίζω μσν. προσαρμόζω, συγκολλώ αρχ. συγκεντρώνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”